Βαλκανικοί πόλεμοι. Τα πάθη των πολεμιστών
Ο πόλεμος που ξεκίνησε στη Μακεδονία, στη Θράκη, στην Ήπειρο και το Αιγαίο ήταν ένας σχεδόν σύγχρονος πόλεμος. Αυτό το σχεδόν, όμως, εμπεριείχε πολύ ανθρώπινο βάσανο και πόνο. Εξωτερικά, οι στρατοί που βάδισαν στα πεδία των μαχών, έμοιαζαν με τους αντίστοιχους σύγχρονους στρατούς των μεγάλων δυνάμεων – εκείνων που με καταπληκτική ευκολία είχαν μόλις κατακτήσει ολόκληρο τον κόσμο. Το σύνολο σχεδόν των ανδρών που ήταν σε θέση να πάρουν στα χέρια τους όπλο, ντύθηκαν τη στρατιωτική στολή, απέκτησαν δερμάτινη εξάρτηση, αντίστοιχες μπότες ή άρβυλα και πήραν στα χέρια τους ένα όπλο όμοιο με εκείνο των «καλών» στρατών του τότε κόσμου.
Ως το σημείο αυτό όλα βρίσκονταν σε αντιστοιχία με την εποχή τους. Οι λαμπροί αυτοί στρατιώτες όμως, οι πολυάνθρωπες στρατιές που συγκροτούσαν έπρεπε να συγκρουστούν σε μια γη που δεν έμοιαζε σε τίποτα με την αντίστοιχη των ισχυρών κρατών στα δυτικά της ηπείρου. Ο βιομηχανικός κόσμος δεν ήταν εδώ ο κανόνας – μόνο η εξαίρεση. Και μαζί με αυτόν απουσίαζαν όλες οι υποδομές που αυτός είχε δημιουργήσει για να υπηρετήσει τις ανάγκες του. Εδώ δεν υπήρχαν πυκνά σιδηροδρομικά δίκτυα, ούτε αντίστοιχοι βατοί δρόμοι, ούτε κανάλια για να μεταφέρουν εφόδια για τους ανθρώπους, πυρομαχικά για τα όπλα. Στα μετώπισθεν δε, πίσω από αυτούς τους «μοντέρνους» στρατούς, δεν υπήρχε η αναγκαία για έναν βιομηχανικό πόλεμο, βιομηχανική παραγωγή. Με άλλα λόγια οι στρατοί ήταν σύγχρονοι, το πεδίο της σύγκρουσης όμως ανήκε σε μιαν άλλη εποχή.
Ετούτη η αντίθεση μετέτρεψε τη συμμετοχή στον πόλεμο, από ηρωική εξόρμηση για την απελευθέρωση «αλύτρωτων αδελφών» σε τραγική εμπειρία. Η δυσεντερία ήταν ο πρώτος δυσάρεστος επισκέπτης των στρατών που προέλαυναν ή υποχωρούσαν. Οι στρατιώτες έπιναν ό,τι νερό συναντούσαν στο δρόμο τους συμπεριλαμβανόμενου εκείνου του θολού των ποταμών ή των νερόλακων που πολλοί συμπολεμιστές τους και τα ζώα τους είχαν πριν από αυτούς ποδοπατήσει. Ακολούθησε ο τύφος, μόνιμος σύντροφος των στρατών της εποχής. Τελευταίο ήρθε το χειρότερο κακό: η χολέρα.
Λίγο μετά το ξεκίνημα των επιχειρήσεων, ο χειρότερος εχθρός των στρατιωτών έγινε η πείνα, η δίψα, το κρύο και η αρρώστεια. Δεν υπήρχε εφοδιασμός, δεν υπήρχε ιατρική φροντίδα και περίθαλψη, δεν υπήρχε υλικό στρατοπεδίας. Οι στρατοί έμοιαζαν ολοένα και περισσότερο με στρατιές φαντασμάτων, εικόνες ανθρώπων εφιαλτικές που υπέφεραν και πέθαιναν πολύ πριν αναμετρηθούν με τον εχθρό στο πεδίο της μάχης.
Μόνο ο ελληνικός στρατός μαχόμενος συνήθως κοντά στις ακτές της θάλασσας και έχοντας απόλυτη κυριαρχία στην τελευταία (μαζί με τα λιμάνια της Πρέβεζας και της Θεσσαλονίκης) απέφυγε αυτήν την εικόνα. Μόνο όταν εισχώρησε στο εσωτερικό της Βουλγαρίας, τον Ιούλιο του 1913 απέκτησε και αυτός την ίδια εικόνα της στέρησης – μαζί με τη χολέρα φυσικά.